- συνανάχρωσις
- -ώσεως, ἡ, Α [συναναχρώννυμι]1. η με επαφή μετάδοση τού χρώματος2. η μετάδοση μολύσματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνανάχρωσις — infecting contact fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)